δυσεπίλυτος

δυσεπίλυτος
-η, -ο
αυτός που λύνεται δύσκολα («δυσεπίλυτο πρόβλημα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δυσεπίλυτος — η, ο αυτός που δύσκολα λύνεται: Το πρόβλημά του είναι δυσεπίλυτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”